Saturday, 18 August 2012

Μια μικρή συνειδητοποίηση για τον τρόπο γραφής του Μιχαήλ Μπακούνιν.


Πριν από πολλά πολλά χρονια όταν ήμουν νέο και είχα μαλλιά ακόμα είχα μια μικρή επαφή με έναν συγγραφέα ολίγον τι αξύριστο. Aβγαλτο παιδί ακόμα στα μονοπάτια της κοινωνικής φιλοσοφία έπιασα το βίβλο και το άνοιξα. Όταν ανοίγεις στο πρώτο σου βιβλίο σε έναν τομέα που σε ενδιαφέρει πολύ βιώνεις μια έκρηξη αδρεναλίνης στην προσδοκί
α την γνώση, είναι σαν να γδύνεις κάποια για πρώτη φορα.

Έτσι λοιπόν και εγώ χαμήλωσα τον φωτισμό έβαλα απαλή μουσική και άρχισα να ψηλαφίζω την γνώση. Αλλα κάτι δεν πήγαινε καλά, λέω μαλακίες σκέφτεσαι συνέχισε στο ψητό. Και εκεί που πάω να πιάσω μπουτάκι νιώθω τρίχες, λέω όπα, τι παίζει εδώ? το δικό μου μπούτι έπιασα ο μαλάκας? Κοιτάω να σιγουρευτώ και ξενερώνω, το μπουτάκι το λαχταριστό είχε τόσες τρίχες όσες και το μούσι το εν λόγο συγγραφέα. Tο οποιο ομολογουμένως είναι ολίγον τερατώδες, τόσο που αν δεν ήταν αναρχικός θα ήταν σίγουρα μάγος. Έτσι λοιπόν, πάνω στην γλυκιά λαχταρα της γνώσης προσέκρουσα στον ύφαλο που λέγεται παράξενο γράψιμο ή "συγγνώμη μωρό μου, μου τελειωσαν τα ξυραφάκια".

Για αυτό τα κορίτσια να ξυρίζεται τα πόδια σας και οι συγγραφείς να φροντίζετε να γράφετε γλυκα. Oτι σοφό και ποιητικό και αν γράφετε φροντίστε να μην είναι σαν την μούρη του Μπακούνιν γιατι καμια γυναικα δεν φτιάχνεται με την μάπα του μπακούνιν και κανεις με πόδια με τόσες τρίχες

Saturday, 11 August 2012

Ταξίδι στα Κύθηρα (You're the all-singing, all-dancing crap of the world)



Κάπως έτσι γεννήθηκα και εγώ μαζί της,
από τα αχαμνά ενός από καιρό νεκρού και προδομένου θεού.

Μας ξέβρασε το κύμα στο ακρογιάλι και μείναμε μαζί για χρόνο ακαθόριστο,
υπήρξε μητέρα αδελφή και ερωμένη,

Και κάπως χώρισαν οι δρόμοι μας και από τότε ψάχνω να βρω το ακρογιάλι μας ταξιδεύοντας ακατάπαυστα.

Γυρνώ τα πέλαγα και όταν συναντώ γοργόνα της ρωτώ.
Ξέρεις που βρίσκονται τα Κύθηρα;
Τα Κύθηρα; Τα Κύθηρα βυθίστηκαν με την Ατλαντίδα.

Όταν πιάνουμε λιμάνι προσκυνώ πάντα στο ναό της και ρωτώ την Ιέρεια.
Που θα βρω την Θεα?
Η Θεα αναπνέει, ζει, χορεύει και γελά διπλα σου.

Αλλα εγώ δεν την βλέπω, δεν νιώθω το άγγιγμα της,
το φιλί της που θα με κάνει να γυρίσω πίσω σε εκείνο το ακρογιάλι.

Το φιλί που έκαψε την καρδια μου κάποτε.
Αραγε μου έμεινε καρδια για να καεί πάλι;



Friday, 10 August 2012


H ΤΡΕΛΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΤΣ
(βασισμένο σε αληθινά γεγονότα)
     Αρχές Αυγούστου του 2012. Ο μικρός Μιτς αποφασίζει να πάει, για μερικές ημέρες, στο
χωριό των παππούδων του. Του αρέσει, αφενός, το χωριό, και αφετέρου θέλει να δει τον παππού
και την γιαγιά. Τίποτα όμως δεν τον προετοίμαζε για το πρωινό εκείνο της παράνοιας...
     Έχοντας φτιάξει τον πατροπαράτοδο φραπέ, ο Μιτς απολαμβάνει την θέα από το μπαλκόνι
του σπιτιού. Βουνά ολόγυρα, καλυμένα από δάση, που από ένα ύψος και πάνω περιέχουν μόνο
σκουροπράσινα έλατα. Το μόνο που έλειπε ήταν ένα τσιγάρο, αλλά ο Μιτς είχε ξεχάσει να αγο-
ράσει καπνό από κάποια κοντινή κωμόπολη. Οι σκέψεις του διαλύθηκαν, όμως, από έναν δυνατό
θόρυβο από το σαλόνι του σπιτιού.
"Γιαγιά; Τί είναι αυτός ο θόρυβος? Τί κάνεις;" ρώτησε ο Μιτς.
"Άστα παιδί μου, κάπου έχασα τα κλειδιά του υπογείου και τα ψάχνω..." απάντησε η γιαγιά εν
μέσω δυνατών θορύβων- ήταν λες και μετακινούσε έπιπλα.
       Μπαίνοντας μέσα, ο Μιτς έπαθε έναν μικρό κλονισμό, βλέποντας την γιαγιά του -μια
γυναίκα 70 χρονών, με πρόβλημα στην μέση και τα γόνατα- να πηγαίνει τα έπιπλα του σαλονιού
πέρα-δώθε σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
"Ρε γιαγιά! Πας καλά; Τί είναι αυτά που κάνεις στην ηλικία σου;" της φώναξε ο Μιτς, αρπά-
ζοντας το έπιπλο και παραμερίζοντας την γιαγιά (χρειάστηκε λίγη προσπάθεια... στο να σπρώ-
ξει την γιαγιά παραδίπλα). "Πήγαινε κάτσε! θα τα ψάξω εγώ τα γαμ- τα κωλοκλ- τα κλειδιά!"
πρόσθεσε.
    Φυσικά ήξερε, έπειτα από εμπειρίες 26 χρόνων, πως η γιαγιά δεν θα καθόταν στα αυγά της.
Άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο σπίτι, ψάχνοντας μέσα σε ντουλάπια και συρτάρια, κάτω από
τραπέζια και καρέκλες (με τον Μιτς να της φωνάζει "ρε γιαγιά! Η μέση σου!", ξέροντας πως η
γιαγιά είχε πέσει σε συνθήκες σιγής ασυρμάτου καθ'ότι δεν του έδινε την παραμικρή σημασία).
"Τί συμβαίνει; Γιατί φωνάζει το παιδί;" ακούστηκε ο παππούς από το μπαλκόνι.
"Ψάχνουμε κάτι κλειδιά..." του είπε αφηρημένα ο Μιτς. Προσπαθούσε να εξηγήσει στην γιαγιά
ότι δεν γίνεται να "έπεσαν" τα κλειδιά μέσα στο ψυγείο.
"Η τηλεόραση! Κάτω από την τηλεόραση θα είναι!" είπε η γιαγιά θριαμβευτικά, λες και βρήκε
την ταυτότητα του Τζακ του Αντεροβγάλτη.
"Άαααααασε κάτω την τηλεόραση ρε γιαγιά!" φώναξε πάλι ο Μιτς, αρπάζοντας την τηλεόραση- ένα
 ογκωδέστατο πράγμα, σαν μονόλιθος από το ταζ μαχάλ- από τα χέρια της γιαγιάς.
"Τα βρήκατε τα κλειδιά;" ρώτησε ο παππούς.
"Όχι" του απάντησε ο Μιτς μουρμουρώντας.
"Καλά," είπε ο παππούς,"πάρτε το δεύτερο ζευγάρι κλειδιά από το ράσο μου."
"...έχουμε δεύτερο ζευγάρι κλειδιά;" ρώτησε ο Μιτς, εντελώς ανέκφραστος.
"Μα φυσικά! Α, και που'σαι! Να τα βάλεις στην θέση τους μετά, με ακούς;"
"σκοτώσωεκμηδενήσωΝΑΙΠΑΠΠΟΥΕΝΤΑΞΕΙγαμώτημπαναγία..."
Έχοντας βρει, λοιπόν, τα κλειδιά του υπογείου, ο Μιτς κατέβηκε τις σκάλες, έχοντας μαζί του
την γιαγιά... η οποία αναρωτιόταν που είναι τα κλειδιά.
"Τί σε νοιάζει; Βρήκαμε δεύτερο ζευγάρι, τέλος καλό όλα καλά!" της είπε ο Μιτς.
"Και αν βρει τα κλειδιά κανένας? Θα μπουν στο υπόγειο και θα μας κλέψουν!" είπε η γιαγιά,
σαν να μάλωνε τον Μιτς.
"Τί θα κλέψουν από το υπόγειο ρε γιαγιά; Την παλιά σόμπα ή τα μισοδιαλυμένα έπιπλα;"
"Μα τί είναι αυτά που λες παιδάκι μου; Ξέρεις πόσο πολύτιμα είναι τα έπιπλα αυτά;"
      Εκείνη την στιγμή ο Μιτς συνειδητοποίησε ότι μάλλον έχουν δίκιο οι αδερφές του που
λένε πως η γιαγιά αρχίζει να τα χάνει, καθώς τα έπιπλα που έχουν χωμένα εκεί κάτω έχουν την
ηλικία του Κθούλου και περισσότερους τερμίτες από το δάσος του Αμαζονίου. Τελικά, και μην
λέγοντας κουβέντα, ο Μιτς παρατήρησε την γιαγιά να παίρνει μια σακούλα με φασόλια... και
μετά να σηκώνει μια φιάλη με γκάζι.
"Ίσως να είναι από εδώ κάτω τα κλειδιά..."
"Γιαγιά! ΔΕΝ είναι εδώ τα γαμ- τα κλειδιά! ΔΕΝ γίνεται να είναι εδώ τα κλειδιά!"
"Α, μπα; Και εσύ που το ξέρεις;" είπε κοροϊδευτικά η γιαγιά.
"Το... μου το είπε ο ΑΓΙΟΣ ΣΟΥΛΠΙΚΙΟΣ! ΝΑΙ!"
"Ο άγιος; Ε τότε εντάξει, σίγουρα δεν είναι εδώ τα κλειδιά! Άντε, κλείδωσε και πάμε πάνω.."
Λίγη ώρα αργότερα, και ενώ ο Μιτς διαβάζει το catch-22 στην κουζίνα για να ηρεμίσει (αλλά
και για να προσέχει την γιαγιά ώστε να μην αρχίσει να ψάχνει πάλι), η γιαγιά τον ρώτησε
ποιος είναι ο άγιος.
"Ποιος άγιος γιαγιά;" την ρώτησε ο Μιτς, μισο-αφηρημένα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από
το βιβλίο.
"Ο άγιος σλουπ- ο άγιος σουκλ- ο άγιος που μου είπες στο υπόγειο! Προστάτης τίνος είναι
δαύτος;"
"των πρηξαρχίδικων γιαγιάδων," πήγε να πει ο Μιτς, αλλά κρατήθηκε.
ΤΕΛΟΣ

Saturday, 4 August 2012

Περιμένοντας την Άνοιξη (Memorial for Tyler Durden)

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Το μονο που νοιώθω το τελευταίο διάστημα είναι μια απέραντη θλίψη, προχωράω μονος μου σε έναν παγωμένο τόπο και κάθε τόσο βλέπω σκιές να περιφέρονται και να γελάνε στην άκρη του ορίζοντα. Έχει πολύ ομίχλη για να δω καθαρά.

Τους ακούω όμως πιο καθαρά τις νύχτες, πλησιάζουν όταν κοιμάμαι η όταν νομίζουν πως κοιμάμαι και μιλάνε, γελάνε, διασκεδάζουν, κάνουν ερωτα. Μερικές φορες σηκώνομαι απότομα για να προλάβω να τους μιλήσω αλλα δεν είναι πια εκεί. Είμαι πάλι μονος μου, στην αβάσταχτη σιωπή μου.

Η κόλαση τελικά μπορεί να πάρει πολλές μορφές αλλα πάντα, μα πάντα θα εμπεριέχει κάποιους άλλους.
L'enfer, c'est les autres.

Το χειρότερο από όλα είναι όταν κατανοείς την θέση σου στην κόλαση. Είσαι ταυτόχρονα βασανιστής και βασανιζόμενος. Θύμα και θύτης στο ίδιο πακέτο.

Εγώ αποσύρθηκα από την κόλαση, αρνήθηκα τον ρολο του θύτη και περπατώ στην παγωμένη μου έρημο παραμένοντας θύμα του εγώ μου. Όλα αυτά είναι δικη μου δημιουργία. Είμαι ο Θεός του μικρόκοσμου μου, ο ημιτρελος βασανιστής μου, ένας διχασμένος Trickster God.

Και περπατάω ακόμα και θα συνεχίσω να περπατάω περιμένοτας την άνοιξη, αλλα ξέρω πως δεν θα έρθει. H όταν θα έρθει το μονο που θα μου έχει απομείνει θα είναι μια ξεθωριασμένη ανάμνηση της. Το μονο που θα έχει απομείνει μέσα μου θα είναι ένας ατέλειωτος χειμώνας.

Και τότε θα την δω και θα της πως.

Πια είσαι;
Είμαι η Άνοιξη, ήρθα να σου προσφέρω το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.